- κατέργασμα
- το (Α κατέργασμα) [κατεργάζομαι]νεοελλ.(φαρμ.) στον πληθ. τα κατεργάσματαφαρμακευτικά σκευάσματα τα οποία παρασκευάζονται σε χλιαρό νερό χωρίς βρασμό, αλλ. θερμοδιαβρέγματααρχ.έργο, πόνημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.